δεκανῶν

δεκανῶν
δεκανός
decurio
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεκανίκι — το (AM δεκανίκιον) νεοελλ. 1. ψηλή πατερίτσα με οριζόντιο στήριγμα στο πάνω μέρος, στο οποίο στηρίζουν τη μασχάλη τους όσοι δεν μπορούν να βαδίσουν κανονικά 2. η ποιμαντορική ράβδος τού επισκόπου 3. το ραβδί τού ζητιάνου μσν. το ραβδί, ως σύμβολο …   Dictionary of Greek

  • δεκανικός — ή, ό (AM δεκανικός, ή, όν) [δεκανός] νεοελλ. χημ. φρ. «δεκανικόν οξύ» είδος κεκορεσμένου λιπαρού οξέος αρχ. μσν. αστρολ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δεκανό ή στους δεκανούς μσν. το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόν εκκλησιαστικό δεσμωτήριο αρχ. το… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοδέκανος — ὁ, Μ (στο Βυζ.) ο πρώτος τού σώματος τών δεκανών, τών ραβδούχων κατώτερων αξιωματικών τής αυτοκρατορικής Αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δεκανός «υπαξιωματικός, διοικητής δέκα στρατιωτών»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”